(Κείμενο ταυτότητας Μάρτιος 2013)
Είμαστε μια συλλογικότητα που γεννήθηκε το φθινόπωρο του 2011 στο Πάντειο, αμέσως μετά από τις φοιτητικές κινητοποιήσεις ενάντια στο νόμο Διαμαντοπούλου. Χωρίς ταυτόσημες πολιτικές αρχές, αλλά με κοινές ανησυχίες και επιδιώξεις δημιουργήσαμε την Ελευθεριακή Παρέμβαση Παντείου από το μηδέν. Για κάθε έναν, οι λόγοι της συλλογικοποίησης ήταν διαφορετικοί, αλλά συνοψίζονται στα εξής: η κενότητα των υποτιθέμενων «δυναμικών» καταλήψεων και η ανεπάρκεια μας να παρέμβουμε ατομικά, η κινηματική αδράνεια που επικρατούσε για καιρό στο Πάντειο, η απογοήτευση για τον τρόπο που λειτουργούν και διαχειρίζονται τον αγώνα και το συνδικαλισμό οι αριστεροί και η γενικότερη ανάγκη για λόγο και δράση χωρίς κομματικές γραφειοκρατίες και ιεραρχίες. Τα μόνα θέματα που λήξαμε εξ αρχής ήταν ότι το νέο αυτό εγχείρημα δε θέλαμε να έχει σχέση με τους κατεστημένους θεσμούς του φοιτητικού συνδικαλισμού (Δ.Σ., εκλογές) και τις πρακτικές του (ψάρεμα φοιτητών, σημειώσεις, νταραβέρια με καθηγητές κ.α.).
Οι αρχές λειτουργίας συζητήθηκαν και συναποφασίστηκαν από την πρώτη στιγμή και ισχύουν ως τώρα. Επιλέξαμε να παίρνουμε αποφάσεις συνδιαμορφώνοντας, μέσα από αμεσοδημοκρατικές συνελεύσεις[1], όπου η γνώμη του καθενός έχει ίση βαρύτητα με των υπολοίπων, υλοποιώντας τις εμείς οι ίδιοι, χωρίς τη διαμεσολάβηση καθοδηγητών για το ένα ή το άλλο θέμα. Με λίγα λόγια, αποφασίσαμε να λειτουργούμε χωρίς ιεραρχίες και προσπαθούμε να βελτιώσουμε τις διαδικασίες μας, μέσω της διαφορετικής εμπειρίας που αποκομίζει ο καθένας από τον ίδιο τον αγώνα.
Όλο αυτό το διάστημα προσπαθούμε να γεμίσουμε το κενό που υπάρχει στο χώρο του πανεπιστημίου, ανάμεσα στη δράση που γίνεται αφ’ ενός με κριτήριο μόνο την πολιτική καθαρότητα και αφ’ ετέρου τον (αριστερό) συνδικαλισμό για συντεχνιακού τύπου διεκδικήσεις. Έτσι, οι πρακτικές μας πηγάζουν απο την θεωρησή μας για το πανεπιστήμιο και τον ίδιο τον αγώνα. Για παράδειγμα, αν και αντιλαμβανόμαστε τις Γενικές Συνελεύσεις σαν κομμάτι του εκφυλισμένου φοιτητικού συνδικαλισμού, αναγνωρίζουμε τις δυνατοτητές τους ως συλλογικά όργανα και για αυτό τις βλέπουμε εργαλειακά και συμμετέχουμε κατα περίσταση, προσπαθώντας να τους δώσουμε τα χαρακτηριστικά που θα θέλαμε να έχουν. Επιπλέον, θέλουμε η συνδικαλιστική μας δράση να μην περιορίζεται στις θεσμισμένες διαδικασίες , αλλά να λειτουργεί και ανεξάρτητα απο αυτές(παρεμβάσεις, προβολές, ανοιχτές συνελεύσεις). Τέλος, ανάλογα με τις συγκυρίες, αναδεικνύουμε εντός της πανεπιστημιακής κοινότητας γεγονότα του κεντρικού πολιτικού σκηνικού που θεωρούμε σημαντικά(εκκένωση καταλήψεων, κρατική καταστολή κλπ.)και επιδιώκουμε συνεργασίες με παρόμοιων χαρακτηριστικών συλλογικότητες εντός και εκτός του Παντείου.
Για εμάς, το πανεπιστήμιο δεν είναι και δεν ήταν ποτέ ο «δημόσιος και δωρεάν χώρος ελεύθερης διακίνησης ιδεών». Δημόσιο δεν είναι γιατι δημόσιο θεωρείται το αγαθό που απολαμβάνει όλη η κοινωνία. Δωρεάν δεν είναι γιατί σταδιακά και με έμμεσο τρόπο το κόστος φοίτησης βάρυνε τις τσέπες μας(συγγραμμάτα, σημειώσεις, σίτιση, στέγαση, μετακίνηση, δίδακτρα για μεταπτυχιακά). Τέλος, η διακίνηση ιδεών είναι μια ψευδαίσθηση αφού το μονοπώλιο της ανήκει στους κυρίαρχους. Μάλιστα, χάνεται και ο κοινωνικός χαρακτήρας που είχε το πανεπιστήμιο, αφού μετατρέπεται σε έναν αποστειρωμένο χώρο αναπαραγωγής της ακαδημαικής γνώσης και αποκλείει πλέον την χρήση του απο άλλες κοινωνικές ομάδες ως άσυλο αλλά και για συνελεύσεις, πολιτικές εκδηλώσεις, ακόμα και πάρτυ[2]. Η παραγώμενη γνώση αν και κεκαλυμμένη από την αντικειμενικότητα του επιστημονισμού, είναι άμεσα εξαρτημένη από τις εκάστοτε επιταγές του κράτους και των αφεντικών προς όφελος των συμφερόντων τους και διαμορφώνει αντίστοιχα τα αυριανά «λαμπρά μυαλά». Χαρακτηριστική έκφραση των παραπάνω είναι οι έρευνες που διεξάγονται ως υποβοήθημα σε στρατηγικές εξωτερικής πολιτικής, αλλά και αντιμετώπισης της εγκληματικότητας. Άρα για να είμαστε ακριβείς το πανεπιστήμιο στην Ελλάδα το αντιλαμβανόμαστε σαν «μαζικό και κρατικό», που με τις συνεχείς αναδιαρθρώσεις(μεταρρυθμίσεις στην παιδεία) εξελίσσεται σε ιδιωτικό μαγαζί περιορισμένης πρόσβασης θέτοντας ξεκάθαρους ταξικούς φραγμούς αφού πλέον η πρόσβαση θα είναι για λίγους και εκλεκτούς.
Οι διεκδικήσεις μας, έχουν ως αφετηρία αφ’ενός την φοιτητική μας ιδιότητα και αφ’ετέρου την αντίληψη μας για το πανεπιστήμιο ως άλλον ένα εργασιακό χώρο όπου εκτυλίσσεται εκμετάλλευση παρόμοια με της υπόλοιπης καπιταλιστικής κοινωνίας(διοικητικοί, εργολαβικοί, εργασία φοιτητών για λογαριασμό καθηγητών, σχέσεις μεταξύ καθηγητών). Για όλους τους παραπάνω λόγους δεν εμμένουμε μόνο στην ταυτότητα μας ως φοιτητές και στην καταπίεση που υφιστάμεθα ως τέτοιοι αλλά και ως εκμεταλλευόμενοι με σαφή αντίληψη για την αυριανή(και για πολλούς τωρινή) θέση στην παραγωγική διαδικασία. Επομένως, βάζουμε ως στόχο την όξυνση του ταξικού ανταγωνισμού[3] εντός του πανεπιστημίου και την δόμηση ενός φοιτητικού κινήματος άμεσα συνδεδεμένου με το εργατικό, με κοινές δομές και στόχους. Ένα κίνημα πραγματικά απο τα κάτω, χωρίς συντεχνειακές λογικές, που θα ενεργεί για τα δικά μας συμφέροντα δίχως τις διαμεσολαβήσεις κομμάτων και ξεπουλημένων φοιτητοπατέρων/εργατοπατέρων με κατεύθυνση την υπεράσπιση της τάξης μας.
[1] Οι συνελεύσεις μας λειτουργούν με την λογική της σύνθεσης των απόψεων. Δηλαδή αν δεν επιτευχθεί ομοφωνία ακολουθεί συζήτηση μέσα απο την οποία γίνεται προσπάθεια σύγκλισης και συνδιαμόρφωσης.
[2] Χαρακτηριστικό παράδειγμα στην περίπτωση του Παντείου, οι καγκελόπορτες που τοποθετήθηκαν την πρωτοχρονιά του 2012 και αποκλείουν την είσοδο στον κήπο και το αίθριο του Παντείου με πρόφαση την εγκληματικότητα.
[3] Ως ταξικό ανταγωνισμό ορίζουμε τα αντικρουόμενα συμφέροντα τα οποία προκύπτουν απο τον καριερισμό και τον ατομισμό που αναπαράγεται εντός των ιδρυμάτων αλλά και την αδιαφορία που διαμορφώνει γόνιμο έδαφος για την περεταίρω υποτίμηση των ζωών μας.